Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Πίστη, μια σχέση ελευθερίας


Το πάθος και η σταύρωση, που οδηγούν στην Ανάσταση του Κυρίου, οικοδομούν μια νέα πραγματικότητα στη σχέση ανθρώπου και θείου, στη σχέση κτιστού και ακτίστου. Ο άνθρωπος καλείται να ανακαινίσει την ύπαρξή του και να γίνει κατά χάριν θεός, μέσω της αναπτύξεως μιας προσωπικής υϊκής σχέσεως με τον Θεό-Πατέρα, αντίστοιχη της αγαπητικής σχέσεως Υιού-Πατέρα. Και βέβαια, μιλάμε για μια σχέση ζωοποίησης, νίκης πάνω στο θάνατο, το πιο τραγικό και συγκλονιστικό αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων.

Αν αναλογιστούμε ποια η σημασία της λέξης σχέση, οδηγούμαστε στην έννοια ενός δεσμού, προσωπικού και στενού, του οποίου βασικό χαρακτηριστικό είναι η πίστη στον άλλο. Ποιο, όμως, το πραγματικό νόημα του ρήματος πιστεύω; Στην καθημερινή μας ζωή τη συγκεκριμένη λέξη τη συναντάμε συχνά διατηρώντας μια βασική σημασία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε φράσεις τύπου «οι σύζυγοι αντάλλαξαν όρκους αιώνιας πίστης, «πιστεύω στις δυνατότητές σου», «πιστεύω ότι δε θα με προδώσεις» κ.α. Από τα παραπάνω εύκολα συμπεραίνουμε ότι πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη και όταν εμπιστευόμαστε κάποιον, δε στηριζόμαστε σε λογικές αποδείξεις, σε αποδεδειγμένα θεωρήματα ή συμπεράσματα. Η αλήθεια είναι ότι μπορεί να έχουμε ενδείξεις για κάποιον από την μέχρι τώρα πορεία του ή από αυτά που έχουμε ακούσει, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε απόδειξη ότι δεν θα μας προδώσει. Άλλο απόδειξη και άλλο ένδειξη. Η πρώτη δεσμεύει την ελευθερία μας, η δεύτερη δε μας υποχρεώνει, απλώς μας ωθεί να εμπιστευτούμε, δηλαδή να ελευθερωθούμε. Η πίστη, λοιπόν, σημαίνει εμπιστοσύνη και εμπιστοσύνη, βέβαια, συγκεκριμένα σε πρόσωπα και όσον αφορά στην Ορθόδοξη Πίστη στον Τριαδικό Θεό. Και πιστεύεις ελεύθερα, όχι γιατί σε εξαναγκάζει κανείς στην αποδοχή αποδεδειγμένων θεωρητικών αρχών, αλλά γιατί προκαλείσαι να εμπιστευτείς το πρόσωπο του Θεού, όχι λόγω της συνεχούς παρουσίας του ή των παρεμβολών του που σε υποχρεώνουν να πιστέψεις, αλλά επειδή το θέλεις και το επιλέγεις.

Εξάλλου, στην ουσία, τι είναι η ορθοδοξία, ο Χριστός ο ίδιος. Ένα κάλεσμα σ’ ένα γιορτινό τραπέζι, μια πρόσκληση αγάπης, εμπιστοσύνης, και βέβαια μια πρόκληση, γιατί είναι πολύ δύσκολο ν’ αφήσεις τη γυναίκα σου, το χωράφι σου, τα πάθη σου και να παρευρεθείς στο γεύμα. Για να το κάνεις αυτό, πρέπει να εμπιστεύεσαι απόλυτα τον οικοδεσπότη, να έχεις συνάψει σχέση μαζί του, ώστε να είσαι σε θέση ν’ αφεθείς, ν’ αφιερωθείς σε αυτόν, να παρατήσεις τα πάντα, γυναίκα, παιδιά, υλικά αγαθά και να του παραδώσεις, να του προσφέρεις την ίδια σου τη ζωή. Αυτό σημαίνει σχέση πίστης, σχέση εμπιστοσύνης. Σε εμπιστεύομαι με τέτοιον τρόπο, ώστε αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε ότι συμβαίνει γύρω μου, παίρνω μια ιδιαίτερη στάση απέναντι στην ύπαρξη, κάνω μια μεταστροφή, αλλάζω δηλαδή την κατεύθυνση που έχω πάρει με τη βιολογική μου γέννηση και σου προσφέρω ακόμα και τη ζωή μου. Αυτός είναι ο μάρτυρας, ο Άγιος, η αγιότητα, αυτό είναι η θέωση. Αυτή η σύναψη δεσμού και προσωπικής αγαπητικής σχέσης απόλυτης πίστης με τον Θεό. Και από εκεί και πέρα αυτή η ένωση κτιστού και ακτίστου που βιώνεται δια μέσου των μυστηρίων και βεβαιώνεται με το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας, τη συνεργεία του Αγ. Πνεύματος, οδηγεί σε άλλου είδους καταστάσεις, ξεπεράσματος, υπερκεράσεως, ελευθερίας της μεταπτωτικής ανθρώπινης φύσης.

Όλα τα παραπάνω συγκεφαλαιώνονται μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο στην προς Εβραίους Επιστολή, στο 11ο κεφάλαιο στον α΄ στίχο. Εκεί βρίσκουμε έναν ορισμό για τη λέξη πίστη, σύμφωνα με την οποία «έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων». Σε αυτόν τον υπέροχο ορισμό η πίστη είναι «υπόσταση ελπιζομένων». Άμεσα, λοιπόν, δίνεται ο χαρακτήρας της Εκκλησίας μας. Η πίστη μας είναι οντολογική, πράγμα πού δηλώνεται από τη λέξη υπόσταση, έχει να κάνει με τη ζωή, με τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε, είναι τρόπος ύπαρξης που στοχεύει στα έσχατα. Η υπόσταση της πίστης μας, της Εκκλησίας μας είναι εσχατολογική, στηρίζεται στην ελπίδα, εκεί όπου δεν υφίστανται οι θεωρητικές αποδείξεις, στο μέλλον, όπου τα πράγματα δεν βλέπονται («πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων»). Δεν πιστεύουμε, επειδή υποχρεωθήκαμε να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη του Θεού. Πιστεύουμε στα «ου βλεπόμενα» γι’ αυτό και είμαστε ελεύθεροι. Πρέπει να κατανοήσουμε, όσο και αν είναι συγκλονιστικό, ότι είμαστε μέλη μιας πολιτείας που δεν έχει υπάρξει ακόμα στην ιστορία. Θα υπάρξει. Το ελπίζουμε και το πιστεύουμε. «επιζητούμεν την μέλλουσαν», δηλαδή κάτι το οποίο δεν βλέπουμε, δεν ξέρουμε, αλλά έχουμε μια βεβαιότητα ότι υπάρχει και γι’ αυτό τον λόγο ζούμε κάτι διαφορετικό, κάτι με προοπτική εσχατολογική.

Η οικοδόμηση μιας τέτοιας σχέσεως πρέπει να περάσει από σταδιακά βήματα. Πρόκειται για μια δυναμική κατάσταση συνεχούς αγώνα, προκειμένου ο άνθρωπος να οδηγηθεί από τη μεταπτωτικότητα της λογικής απόδειξης στην παραδείσια κατάσταση της εμπιστοσύνης. Αυτό, βέβαια, μπορεί να επιτευχθεί και να στηριχθεί μόνο με τη βιωματική οδό. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας γίνεται η γνωριμία πρόσωπο με πρόσωπο με τον θεό, απαντώντας θετικά στη κλήση του και ζώντας ένα διαφορετικό τρόπο ύπαρξης που οδηγεί στην κοινωνία, στη βιωματική μετοχή στο άκτιστο. Έτσι μόνο γεννάται μέσα στον άνθρωπο ο «Θείος Έρως», η απόλυτη παράδοση του εαυτού μας στο Θεό, η απόλυτη εμπιστοσύνη, που είναι μια ελεύθερη σχέση και οδηγεί στην ελευθερία της κατάργησης της ανθρώπινης φθοράς. Είναι η ελευθερία και προσφέρει ελευθερία. Είναι το φως και παρέχει φως. Είναι η αγάπη και δίνει αγάπη.

Δυστυχώς, όμως, ο σημερινός άνθρωπος είναι δέσμιος της λογικής απόδειξης. Αυτό που θα πρέπει όλοι μας να αναρωτηθούμε είναι τι είναι σημαντικότερο, να σκέφτεσαι ή να ζεις; Ο έρωτας, το χάδι της μάνας, ο θηλασμός, τι είναι; Είναι κάτι που τεκμηριώνεται με λογικές αποδείξεις; Όχι είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι τρόπος ζωής. Και μόνο όταν αυτός διαταραχθεί, ζητούνται αποδείξεις. Γι’ αυτό ο κόσμος ζητάει αποδείξεις. Η απάντηση, όμως, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κλήση-πρόκληση επαναφοράς, επανασύνδεσης με τον πραγματικό, τον φυσικό, τον αγαπητικό τρόπο ζωής. Δηλαδή τη ζωή της εμπιστοσύνης που τόσο πολύ μας έχει λείψει από τη στιγμή της πτώσεως μέχρι σήμερα.

Κλείνοντας, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι η ουσιαστική και αληθινή πίστη δεν είναι η κορύφωση, η κατακλείδα, θα λέγαμε του βιώματος της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί θα υπάρξει στιγμή, όπου η πίστη δεν θα έχει νόημα, δεν θα έχει λόγο ύπαρξης. Καθώς, στα έσχατα τα «ου βλεπόμενα», θα γίνουν βλεπόμενα και «τα ελπιζόμενα», αλήθεια και πραγματικότητα. Είναι η στιγμή που η βασιλεία των ουρανών θα εγκατασταθεί και η πίστη "καταργηθήσεται" (Απ. Παύλος), πράγμα που φανερώνει ότι η πίστη δεν μπορεί να δεσμευτεί ούτε από την ίδια της την ύπαρξη. Τότε θα κυριαρχήσει, σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο, η Αγάπη, το απαθές πάθος, όπως την ονομάζει ο Ευάγριος ο Ποντικός, ως η μόνη αλήθεια και πραγματικότητα που "ουδέποτε εκπίπτει".

Χαίρετε

Σ.Δ.Δ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΖΗΤΑΜΕ ΟΛΟΕΝΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ!